- ακατάτρητος
- ἀκατάτρητος, -ον (Α) [κατατετραίνω]αυτός που δεν έχει τρυπηθεί ή που δεν έχει τρύπα, κοιλότητα«ἀκατάτρητον ὀστοῡν» (Γαλην. 4, 522 d).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκατάτρητον — ἀκατάτρητος not pierced masc/fem acc sg ἀκατάτρητος not pierced neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)